- γραφολογία
- Τεχνική που αποτελείται από ένα σύνολο κανόνων και επιτρέπει σε άτομα, ιδιαιτέρως ικανά και πεπειραμένα, να περιγράφουν πλευρές της προσωπικότητας με βάση την ανάλυση της αυθόρμητης γραφής. Όπως το βάδισμα, η στάση του σώματος, η μιμική και όλες οι πλευρές της ψυχοκινητικότητας του ανθρώπου, έτσι και η γραφή φέρει την ιδιαίτερη σφραγίδα του ατόμου. Η γραφή, όταν εξετάζεται ως μια σειρά μικρών χειρονομιών ή καλύτερα ως μια συμπύκνωση των συνηθισμένων χειρονομιών ενός ατόμου, παρουσιάζει σε υπέρτατο βαθμό τα γνωρίσματα εκείνα της μοναδικότητας και του ανεπανάληπτου, χαρακτηριστικά του πλέγματος των συνθηκών και των εμπειριών (ηλικία, φύλο, μορφωτικό επίπεδο, κατάσταση υγείας) που προσδιορίζουν τον χαρακτήρα ενός ατόμου. Το πρώτο κείμενο για τη γ., που έγραψε το 1628 ο Ιταλός συμβολαιογράφος Καμίλο Μπάλντο, έχει μόνο ιστορική σημασία. Ο ιδρυτής και ταυτόχρονα δημιουργός του όρου είναι ο αβάς Ζαν Ιλνρί Μισόν, ο οποίος το 1871 επιχείρησε να δώσει μια επιστημονική διατύπωση της γ. αποδίδοντας σε κάθε σημείο της γραφής μια καθορισμένη πλευρά της προσωπικότητας. Αυτή η αναλυτική κατεύθυνση τελειοποιήθηκε περισσότερο από τον Κρεπιέ Ζαμέν, ο οποίος προς το τέλος του 19ου αι. καθόρισε στα ακόλουθα επτά σημεία τα βασικά χαρακτηριστικά της γραφής: μορφή, διάσταση, διεύθυνση, πίεση, ταχύτητα, συνέχεια και τάξη. Στη συνέχεια, ο Γερμανός Λούντβιχ Κλάγκες εισήγαγε την έννοια του ζωτικού επιπέδου της γραφής ως συνισταμένης των ενστικτωδών δυνάμεων του ατόμου. Ο ίδιος εισήγαγε, χωρίς ωστόσο να την αναπτύξει, την έννοια του συμβολισμού της γραφής, έννοια την οποία επανεξέτασε ευρύτατα και ο Ελβετός ψυχολόγος Μαξ Πούλβερ. Για τον Πούλβερ ιδιαίτερη συμβολική σημασία είχαν οι ζώνες της γραφής (αριστερά = παρελθόν, δεξιά = μέλλον, υψηλά = πνεύμα και συνείδηση, χαμηλά = ύλη και υποσυνείδητο).
Dictionary of Greek. 2013.